τηλεκοντρόλ

τηλεκοντρόλ
το, Ν
άκλ. τεχνολ.
τηλεχειριστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. telecontrol < tele- (< τηλ[ε]-*) + control].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλεχειριστήριο — το, Ν 1. τεχνολ. συσκευή που επιτρέπει τον από απόσταση χειρισμό μιας διάταξης, κν. τηλεκοντρόλ 2. ο χώρος από όπου με ειδικά μηχανήματα πραγματοποιείται ο τηλεχειρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + χειριστήριο. Η λ. με την πρώτη της σημ. αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • τηλεχειριστήριο — το ηλεκτρονική συσκευή εξοπλισμένη με πλήκτρα, με την οποία ρυθμίζουμε από μακριά τη λειτουργία μιας ηλεκτρονικής συσκευής ή μηχανής (τηλεόρασης, ηλεκτρονικού βραχίονα κτλ.)· αλλιώς τηλεκοντρόλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”